-
1 αναγνώριση
[-ις (-εως)] η1) узнавание; опознание; 2) признание, известность;κατακτώ τη γενική αναγνώριση — получать всеобщее признание;
3) воен. рекогносцировка; разведка;εκτελώ (κάνω) αναγνώριση — а) проводить рекогносцировку; — б) вести разведку;
εναέριος (αεροπορική) αναγνώριση — воздушная разведка
См. также в других словарях:
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek